κακοφρονώ

κακοφρονώ
κακοφρονῶ, -έω (AM) [κακόφρων]
μέσ. περιφρονώ, καταφρονώ
αρχ.)
1. είμαι κακόφρων, δυσμενής, έχω κακό φρόνημα, έχω κακές διαθέσεις («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων», Αισχύλ.)
2. είμαι ανόητος, άφρων, άμυαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”